Παρασκευή, Δεκεμβρίου 16, 2016

Ένα αξέχαστο ταξίδι


Σε όλους αρέσει να ταξιδεύουν και να γνωρίζουν καινούρια μέρη. Έτσι κι εγώ με τρεις φίλες μου μια μέρα αποφασίσαμε να πάμε στην άκρη του απέραντου αυτού κόσμου!

Αφού μαζέψαμε όλα τα απαραίτητα, δηλαδή μια φωτογραφική, για να βγάλουμε φωτογραφίες, ένα σκοινί, φαγητό και νερό και ένα λεξικό ξεχασμένων γλωσσών, δηλαδή ένα τεράστιο βιβλίο με γλώσσες που έχουν ξεχαστεί, για να καταλάβουμε ιερογλυφικά και άλλα παρόμοια, πήραμε το ελικόπτερο μας και φύγαμε ξεκινώντας ένα ταξίδι που θα μας έμενε αξέχαστο...

Μετά από μια πενταήμερη περιπλάνηση, φτάσαμε κάπου που η γη δεν συνεχιζόταν, σταματούσε εκεί. Σε εκείνο το σημείο κατεβήκαμε. Η περιοχή έμοιαζε ακατοίκητη εδώ και πολλά χρόνια, την εξερευνήσαμε. Μετά από λίγη ώρα η Κική ανακάλυψε κάτι, μας φώναξε και μας είπε να φέρουμε και το λεξικό ξεχασμένων γλωσσών. Η Κική ανακάλυψε μια στρογγυλή πέτρα που έγραφε κυκλικά κάτι σε μια ξεχασμένη γλώσσα. Το ψάξαμε στο λεξικό και έλεγε ότι ονομάζεται «Δίσκος της Φαιστού» και δεν έχει ανακαλυφθεί τι λέει. Προσπαθήσαμε να καταλάβουμε τι γράφει και όντως μετά από πολύ προσπάθεια η Άρτεμις έκανε την αρχή και συνεχίσαμε μαζί της και καταλάβαμε τι. Έλεγε το εξής:

«Αν με τα τέσσερα το ένα στην τύχη ανοίξει
Το τρία από τα τέσσερα ρητό θε να σου δείξει
Στα δύο από τα τέσσερα θάνατος πλησιάζει
Και το ένα από τα τέσσερα κάτω σε κατεβάζει»

Εμείς αναρωτηθήκαμε για ποια λέει, ψάξαμε για το άγνωστο. Μετά από πολύ ώρα ψάξιμο, αφού οργώσαμε τα πάντα, βρήκα τέσσερα κλειδιά με λαβές σε σχήμα ζώου. Δεν το είπα στις άλλες. Μετά η Μάρα βρήκε τέσσερις πόρτες και μας φώναξε. Κι εκεί έγραφε κάτι. Όλες μαζί το καταλάβαμε. Στη δύο έλεγε για το θάνατο, στην άλλη πως σε κατεβάζει κάτω και είχε κι άλλες δύο, μαζί με εκείνη που μπήκαμε. Η κάθε μια είχε τέσσερις κλειδαριές.

- Ας τις ανοίξουμε, είπα αμέσως.
- Πώς; Είπαν η Άρτεμη, η Κική κι η Μάρα
- Με κάτι κλειδιά που βρήκα πριν, απάντησα.
- Γιατί δεν μας το είπες; ρώτησε η Μάρα
- Ποια απ’ όλες; είπε η Κική.

Αποφασίσαμε να ανοίξουμε την τελευταία. Βάλαμε τα κλειδιά στην τύχη και η πόρτα άνοιξε. Μέσα είχε ένα καράβι. Το πήραμε αλλά δεν ξέραμε πώς να το οδηγήσουμε, διότι δεν είχε κουπιά, μηχανή, πηδάλιο ή πανιά. Τότε είχα μια φανταστική ιδέα! Φώναξα «στο πουθενά»! Τότε ήταν η αρχή μιας μεγάλης θύελλας, όμως όπως όλες οι θύελλες, κάποια στιγμή σταμάτησε. Και τότε ήμασταν στο πουθενά και πετούσαμε, γιατί εκεί δεν είχε βαρύτητα. Πήραμε αμέσως τη φωτογραφική και καταγράψαμε τα πάντα. Ζήσαμε εκεί για ένα χρόνο. Μετά μας τέλειωσε το φαγητό και φύγαμε.

Όταν γυρίσαμε ήμασταν διάσημες. Και καμιά φορά, επισκεπτόμαστε πάλι το …«πουθενά».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου