Μια μέρα
ανασηκώθηκα απ’ το κρεβάτι μου και πήγα να πλύνω το πρόσωπο μου. Ξαφνικά, βλέπω μια μικρή μπαλίτσα μπροστά μου, μόλις πήγα
να την χτυπήσω κάτω ένας μεγάλος θάλαμος με χιλιάδες μικρά μηχανήματα που στην
ζωή σου δεν έχεις ξαναδείς άνοιξε.
Πήγα έπλυνα το πρόσωπό μου και μπήκα σ’ αυτό το περίεργο μηχάνημα. Μόλις
μπήκα παρατήρησα μια μικρή οθόνη με κάτι νούμερα που πάνω σ’ αυτά τα νούμερα
ήταν σημειωμένο πάνω η φετινή ημερομηνία, δηλαδή 2016.
Τότε, χωρίς να
χάσω χρόνο αλλάζω την ημερομηνία για να δω τι θα γίνει, τότε ο θάλαμος άρχισε
να κουνιέται και να τραντάζεται. ‘Εκλεισα τα μάτια μου. Μόλις τα άνοιξα,
βρισκόμουν σε μια άλλη εποχή...
Βρισκόμουν
στην Ιταλία, αναρωτιόμουνα πόσο πίσω στο παρελθόν βρισκόμουνα. Τότε ο θάλαμος έγινε μπάλα ξανά, τον πήρα και
τον τοποθέτησα μέσα στην τσέπη μου.
Ύστερα άρχισα να
περπατάω αργά στους σκοτεινούς δρόμους που τα λίγα φώτα ίσα ίσα που τους
φώτιζαν, ένα αεράκι διαπέρασε τα ρούχα μου και με έκανε να ανατριχιάσω και να
παγώσω.
Μα σαν να μην ήταν
μόνο αυτό , είδα και κάτι περίεργους τύπους να περπατάνε κατά μήκος του
δρόμου. Κοίταξα ανήσυχα για διέξοδο, μα
όχι , με είχαν περικυκλώσει. Ξαφνικά, ένας πυροβολισμός διέκοψε την ησυχία
στους δρόμους και μετά ακολούθησαν και άλλοι, ένα ένα τα νεκρά σώματα έπεφταν
στο πάτωμα γεμίζοντας τον δρόμο με αίματα. ‘Ενας νεαρός ξεπρόβαλε από ένα
σοκάκι τόσο σκοτεινό που ούτε και ο κατάμαυρος ουρανός δεν ήταν τόσο σκοτεινός.
‘Αρχισε να με
πλησιάζει τόσο που η ανάσα μου κόπηκε για λίγο.
‘Όταν πλέον έφτασε πολύ κοντά μου ψιθύρισα : «‘Αντε τι περιμένεις;
Πυροβόλησέ με! Αυτό δεν ήρθες να
κάνεις;». Εκείνος άπλωσε το χέρι του και
μου χάιδεψε το κεφάλι .
Τον κοίταξα με
ένα βλέμμα που μαρτυρούσε όλους τους φόβους μου. Εκείνος με ένα ψυχρό χαμόγελο με κοίταξε και
μου είπε : «Δεν πρέπει να είσαι από εδώ κοριτσάκι, γιατί κανένας από τούτο εδώ
το μέρος δεν βγαίνει στις 12 το βράδυ», συνέχισε λέγοντας «Είσαι τυχερή που
ήμουν εγώ εδώ, αλλιώς το άλλο πρωί θα
ήσουν νεκρή στον δρόμο».
Ξεροκατάπια, καθώς
και μόνο η περιγραφή με έκανε να ανατριχιάζω, αμέσως εκείνος ο νεαρός με άρπαξε
από το χέρι και άρχισε να με οδηγεί μέσα στα σοκάκια, τόσο τρομαχτικά που
φανταζόσουν ότι το μόνο που τους έλειπε για να γίνει ο χειρότερος εφιάλτης σου
ήταν χέρια που έβγαιναν από τους τοίχους.
Μέχρι
που φτάσαμε σε ένα μικρό σπιτάκι, τότε ρώτησα τον νεαρό: «Πώς σε λένε;»
Εκείνος χωρίς να με κοιτάξει με απάντησε : «Τζιοβάννι.» Εγώ τότε κοίταξα έξω
από το παράθυρο . Ο Τζιοβάννι τότε μου έδωσε χαβιάρι, εγώ τότε τον ρώτησα πού
το βρήκε. Εκείνος με κοίταξε και μου είπε : «Το έκλεψα.» «Κοριτσάκι, εδώ είναι
να σκοτώσεις ή να σκοτωθείς.» «Άντε πήγαινε να κοιμηθείς.»
Τα
ματόκλαδά μου έκλεισαν και ο ύπνος με πήρε. Μόλις ξύπνησα ο Τζιοβάννι μου είχε
ετοιμάσει πρωινό, αφού το έφαγα μου έδωσε ένα όπλο και μου είπε : «Μικρή,
πρέπει να μάθεις να το χειρίζεσαι.» Άρχισα να το χειρίζομαι, να πυροβολάω με
τέτοια τεχνική που μόνο ο Τζιοβάννι ήξερε.
Σήμερα,
ήταν η μέρα που ο Τζιοβάννι έπρεπε να κάνει μια συμφωνία με κάτι λαθρέμπορους.
Μου είπε: «Θα πας εσύ πρώτα και μετά θα μπω μέσα εγώ και θα τους καθαρίσω». ‘Ετσι και έγινε, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να φύγω. Αποχαιρέτησα τον Τζιοβάννι
και τις παρανομίες μου.
Πέταξα
κάτω τη μπάλα και έγινε ο θάλαμος.
Μπήκα μέσα, πάτησα τον αριθμό 2016 και μεταφέρθηκα στη σημερινή μέρα. Κράτησα
τη μηχανή του χρόνου για να επισκέπτομαι τον Τζιοβάννι.
Εύχομαι
να ξαναζήσω κάτι τέτοιο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου